θεμέλιος

θεμέλιος
-α και -ος -ο (AM θεμέλιος, -ον) [θεμός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βάση οικοδομήματος ή ο κατάλληλος να τεθεί πάνω σ' αυτήν («θεμέλιος λίθος»)
2. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο(ν)
α) συν. στον πληθ. το τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από την κύρια κατασκευή και δέχεται το φορτίο της το οποίο μεταβιβάζει στο έδαφος, η βάση κάθε κτηρίου ή τεχνικού έργου («αυτό το σπίτι έχει γερά θεμέλια»)
β) μτφ. το στήριγμα, η βάση οποιουδήποτε πράγματος («οι κλασικοί συγγραφείς είναι το θεμέλιο τής αληθινής παιδείας»)
γ) φρ. «εκ θεμελίων» — εκ βάθρων, συθέμελα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο
το όρυγμα μέσα στο οποίο κτίζεται η βάση τού κτηρίου («τα θεμέλια τού σπιτιού που χτίζεται δίπλα γέμισαν νερό»)
2. φρ. «το θεμέλιο τής σελήνης» — η «ηλικία» τής σελήνης την 1η Ιανουαρίου ή στις 23 Μαρτίου, αλλ. επακτή
3. φρ. ανατ. «θεμέλιος ουσία» — άμορφη ζελατινοειδής ουσία που υπάρχει στη σύνθεση τών διαφόρων τύπων συνδετικού ιστού
3. παροιμ. «ό,τι κάνουν τα θεμέλια, προσκυνούν τα κεραμίδια» — αυτοί που εξαρτώνται από άλλους είναι υποχρεωμένοι να δέχονται αδιαμαρτύρητα τις πράξεις τους
αρχ.
αστρολ. το αντιμεσουράνημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεμέλιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμέλιος — α, ο αυτός που αναφέρεται στα θεμέλια, βασικός: Θεμέλιος λίθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεμέλιον — θεμέλιος of masc/fem acc sg θεμέλιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίοις — θεμέλιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίου — θεμέλιος of masc/fem/neut gen sg θεμελιόω to lay the foundation of pres imperat act 2nd sg θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίους — θεμέλιος of masc/fem acc pl θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίων — θεμέλιος of masc/fem/neut gen pl θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) θεμελιόω to lay the foundation of imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμελίῳ — θεμέλιος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμέλια — θεμέλιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεμέλιε — θεμέλιος of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”